- βαθομετρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση … Dictionary of Greek